Δυτικά και νότια από το Νέο Γυναικόκαστρο βρίσκεται η Ευρωπός. Η αρχαία πόλη της Ευρωπού παρουσιάζει συνεχή κατοίκηση από τον 6ο π.Χ. αιώνα και βρίσκεται περίπου 1 χλμ. νοτιοδυτικά από τη σημερινή. Εδώ βρέθηκαν σημαντικά ταφικά μνημεία των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και ο περίφημος Κούρος της Ευρωπού, μοναδικός στη Βόρεια Ελλάδα. Σήμερα μπορείτε να τον δείτε στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Κιλκίς.
Στην κοντινή Τούμπα, επίσης, εικάζεται ότι υπήρχε κάποιο κέντρο της Μακεδονικής κυριαρχίας εκείνης της εποχής, αφού έχουν βρεθεί ενδιαφέροντες μακεδονικοί τάφοι που πιστοποιούν, εξάλλου, την ελληνικότητα του χώρου εδώ και 2500 χρόνια.
Τα στοιχεία για την πόλη της Ευρωπού προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Η αποκάλυψη τμήματος της νεκροπόλης της Ευρωπού μετέτρεψε τους τάφους των πολιτών της σε "λαλούντα" μνημεία /σύμβολα της ανάπτυξης, του πολιτισμού και της ιστορίας της πόλης τους. Οι αρχαιότερες ενδείξεις κατοίκησης της πόλης προέρχονται από τον προϊστορικό οικισμό στην καρδιά του σημερινού Δήμου Ευρωπού.
Κορυφαίο εύρημα των αρχαϊκών χρόνων, όχι μόνο για την Ευρωπό, αλλά από ολόκληρη την περιοχή του νομού, αποτελεί ο Κούρος. Πρόκειται για ένα γλυπτό υπερφυσικού μεγέθους, νεαρού άνδρα, στον αγαλματικό τύπο του Κούρου. Είναι προϊόν νησιώτικου και πιθανότατα κυκλαδίτικου εργαστηρίου, όπως φανερώνει η σύσταση προέλευσης του μαρμάρου. Χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι πΧ και μπορεί να θεωρηθεί από τα οψιμότερα παραδείγματα της σειράς των Κούρων, επειδή τα χέρια και τα πόδια έχουν σχεδόν αποκολληθεί από το σώμα. Παριστάνεται με κοντά μαλλιά, χωρίς τη χαρακτηριστική κόμμωση των υπολοίπων. Προφανώς περνούσε "επιτάφιο σήμα", σύμφωνα με το έθιμο της εποχής, επιφανούς Ευρωπαίου πολίτη ντόπιου ή και αποίκου από τη Νότια Ελλάδα, εγκατεστημένου στην πόλη .Η ανεύρεση του επιβεβαιώνει τις πρώιμες εμπορικές και κοινωνικοοικονομικές σχέσεις της Ευρωπού με τις υπόλοιπες πόλεις. Μάρτυρες αυτών των σχέσεων είναι τα όστρακα-κομμάτια αγγείων -κορινθιακής ή αττικής μελανόμορφης και ερυθρόμορφης εισαγμένης κεραμικής που αποκαλύπτει η ανασκαφική έρευνα. Στη διάρκεια του 5ου-4ου αι. πΧ, φαίνεται ότι ήταν από τις πλέον αναπτυγμένες και οχυρές πόλεις της Βοττιαίας. Για το λόγο αυτό ο Σιτάκλης κατέβαλε προσπάθεια να την εκπορθήσει και να εξασφαλίσει έτσι το στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής. Η ανεπιτυχής προσπάθεια του Θράκα εισβολέα υποδουλώνει την ύπαρξη ισχυρού τείχους που ενίσχυε την όντως οχυρή θέση της πόλης.
Η πλειονότητα των τάφων είναι ακτέριστοι. Υπάρχουν και τάφοι κτερισμένοι με αγγεία, όπλα, εργαλεία, ειδώλια, κοσμήματα και νομίσματα, λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς, που αποδεικνύουν την ομογένεια των ταφικών εθίμων και πρακτικών με την υπόλοιπη Μακεδονία. Η ποικιλία των κτερισμάτων επιτρέπει να προσεγγίσουμε την καθημερινή ζωή, τις ασχολίες και τις μεταφυσικές δοξασίες των ανθρώπων. Τη φιλαρέσκεια, γυναικείο γνώρισμα όλων των εποχών, αποκαλύπτουν ευρήματα τέφων: πυξίδες- συγκεκριμένο είδος πήλινων αγγείων- στα οποία τοποθετούσαν οι γυναίκες τα κοσμήματά τους, μολύβδινες θήκες για καλλωπιστικές κρέμες "ψιμύθια", κοσμήματα όλων των τύπων από χρυσό ή άργυρο.