Η φυσική ομορφιά του περιβάλλοντος τοπίου που αποτελείται από σπάνιας πυκνότητας και ανάπτυξης δάση βελανιδιάς και οξυάς, το πλήθος των φυσικών σπηλαίων, το ξυνό ιαματικό νερό, το ποτάμι και οι πολυάριθμες πηγές που το τροφοδοτούν είναι μόνο λίγες από τις ομορφιές του μικρού γραφικού Οικισμού Κούπα, χτισμένου σε υψόμετρο 600 μ. στο κέντρο του ορεινού Πάικου.
Οι περίπου 100 κάτοικοί του ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τις λαϊκές παραδοσιακές κατασκευές, ενώ στην περιοχή ξεπηδά ξινό ιαματικό νερό και υπάρχουν πολυάριθμες πηγές και σπήλαια.
Το όνομα του οικισμού και η ίδρυσή του οφείλονται, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, στον Έλληνα Κούπη, ο οποίος κατέφυγε με την οικογένεια του στις κορυφές του Πάικου για να αποφύγει τους Τούρκους διώκτες του. Το χωριό που ίδρυσε ο Κούπης στη θέση "Βέκλιακουπ" (Βλάχικη απόδοση του όρου Παλαιά Κούπα) που είναι ΒΔ του σημερινού οικισμού ερημώθηκε από χολέρα το 1700. Γι αυτό τον λόγο οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τον οικισμό και ακολουθώντας ένα σμήνος μελισσών που άφησαν επίτηδες ελεύθερο, εγκαταστάθηκαν στη σημερινή θέση, χτίζοντας την εκκλησία τους στο σημείο όπου επέλεξε το σμήνος.
Η εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής, που έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέο μνημείο ιδιαίτερης πολιτιστικής αξίας, εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταβυζαντινής φυσιογνωμίας και παράδοσης του χωριού.
Εκτός όμως από το φυσικό κάλος της περιοχής και τη γραφική παραδοσιακή εικόνα του χωριού, ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα μνημεία της παρουσίας του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (χαρακώματα, μαγειρεία), τα μνημεία της παρουσίας των συμμαχικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, από τα οποία ξεχωρίζουν ιδιαίτερα ο μήκος 7 περίπου χιλιομέτρων δρόμος που οδηγεί προς τα Μεγάλα Λιβάδια και η μήκους 10 περίπου χιλιομέτρων σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινά απ' τον ποταμό Αξιό και αναπτύσσεται κατά μήκος του τοπικού παραπόταμου Λουμίτσα και του χειμάρρου Μακρυρέμα.
Επίσης τα ορύγματα - φυσικά ψυγεία σε επιλεγμένα σημεία του βουνού, που χρησίμευαν για τη συντήρηση των τροφίμων τους θερινούς μήνες, καθώς και η στέρνα με το ξινό νερό, το οποίο οι Γάλλοι στρατιώτες εμφιάλωναν και έστελναν στην παρτίδα τους για να χρησιμοποιηθεί για ιαματικούς σκοπούς.